άλεισον

άλεισον
Είδος ποτηριού που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε συμπόσια και σπονδές. Κατασκευαζόταν συνήθως από χρυσό ή άλλο πολύτιμο μέταλλο. Ήταν σκαλιστό και διακοσμημένο με διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις. Από τον Όμηρο περιγράφεται με δύο λαβές (άμφωτο). Δείγματα ποτηριών του τύπου αυτού βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, στην αίθουσα με τα ευρήματα των Μυκηνών.
* * *
ἄλεισον, το και ἄλεισος, ο (Α)
1. ποτήρι, πιθανώς κοσμημένο με ανάγλυφες παραστάσεις, που τό έπιαναν από τη μία λαβή και τό βύθιζαν στον κρατήρα (πρβλ. δέπας)
2. οστούν τού ισχίου, κοτύλη τού μηρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη η λ. προέρχεται από αρχικό τ. *()λειτF-ον, που συνδέεται με το γοτθ. leipu «κρασί από φρούτα» και με το αρχ. γερμ. lid «οινοπνευματώδες ποτό». Πιθανότερη όμως θεωρείται η άποψη ότι πρόκειται για μεσογειακή λ., δάνειο στην Ελληνική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄλεισον — cup neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άλεισον ή Ελισών — Αρχαία πόλη της Γερμανίας που είχε χτίσει ο Ρωμαίος στρατηγός Δρούσος, το 11 π.Χ., για να εξασφαλίσει τη στρατιωτική επικοινωνία με τον Ρήνο …   Dictionary of Greek

  • ἀλείσου — ἄλεισον cup neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείσῳ — ἄλεισον cup neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλεισα — ἄλεισον cup neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • лить — лью, укр. лити, ллю, блр. лiць, ст. слав. лити, лѣѭ χεῖν, а также лиѭ, лиѩти, болг. лея, сербохорв. ли̏ти, ли̏jе̑м, словен. liti, lijem, чеш. liti, leji, слвц. liаt᾽, lejem, др. польск. lic, leję, польск. lac, leję, в. луж. lec, liju, н. луж.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • lē̆ i-4 —     lē̆ i 4     English meaning: to pour     Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, tröpfeln”     Note: perhaps identical with lei 3.     Material: O.Ind. perhaps pra līna “aufgelöst, ermattet”, vi linüti “zergeht, löst sich auf”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”